άμαξα

άμαξα
η (Α ἅμαξα και ἄμαξα)
1. τροχοφόρο που σύρεται από υποζύγια και χρησιμοποιείται για μεταφορά ανθρώπων ή πραγμάτων από τόπο σε τόπο (στα αρχ., ειδικότερα, ο σκελετός, το πλαίσιο τής άμαξας, το αμάξωμα
πρβλ. και ἀπήνη)
2. φρ. «τού λέω (ή τού ψέλνω) τα εξ αμάξης», τόν περιλούω με ένα σωρό βρισιές (αρχ. «ὑβρίζω ἐξ ἁμάξης», για τις χλευαστικές εκφράσεις και τα σκώμματα, που επιτρέπονταν στις γυναίκες, όταν αυτές πήγαιναν με άμαξες στα Ελευσίνια μυστήρια)
νεοελλ.
1. κάθε ατμοκίνητο ή ηλεκτροκίνητο τροχοφόρο για χερσαίες μεταφορές (και τού οποίου το είδος ή ο προορισμός προσδιορίζονται επιθετικά
«ταχυδρομική, σιδηροδρομική κ.λπ. άμαξα»)
2. είδος παιδικού παιχνιδιού που τό παίζουν δύο ή περισσότερα παιδιά με τα χέρια
3. φρ. «ο πέμπτος (ή ο τελευταίος) τροχός τής αμάξης», για ανθρώπους στους οποίους ανατίθεται ασήμαντη εργασία ή υπηρεσία και γι' αυτό ελάχιστα μόνο υπολογίζονται
αρχ.
1. φορτίο άμαξας, αυτό που χωράει και μεταφέρει μια άμαξα
2. δρόμος για άμαξες, αμαξιτός
3. άμαξα αρότρου
4. πλοίο, καράβι
5. φρ. «βοῡς ὑφ' ἁμάξης», υποζύγιο, βόδι
«ἡ ἅμαξα τὸν βοῡν» — για κάτι που γίνεται παράλογα κι ανάποδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη τής τεχνικής ορολογίας, γνωστή ήδη από τον Όμηρο. Ετυμολογικά είναι σύνθετη από το επίρρ. ἅμα «συγχρόνως, μαζί» και το ουσ. ἄξων με κατάλ. , δηλ. ανάγεται σε αρχικό τ. *ἅμ-αξ-ya. Αρχικά η λ. δήλωνε τον «διάξονο» και επομένως τετράτροχο σκελετό, πλαίσιο οχήματος πάνω στο οποίο στηρίζεται το αμάξωμα. Κατ' επέκταση δήλωνε «τετράτροχο όχημα» σε αντιδιαστολή με τις λ. δίφρος* «πολεμικό άρμα» και ἅρμα*.
ΠΑΡ. ἁμάξιον
αρχ.
ἁμαξεύς, ἁμαξιαῑος, ἁμαξίς, ἁμαξίτης
αρχ.-μσν.
ἁμαξεύω
μσν.
ἁμαξάριον, ἁμαξάριος
νεοελλ.
αμαξάδα, αμάξωμα.
ΣΥΝΘ. αμαξόβιος, αμαξοπηγός, αμαξουργός
αρχ.
ἁμαξήλατος, ἁμαξήρης, ἁμαξιτός, ἁμάξοικος, ἁμαξοκυλιστής, ἁμαξοπληθής, ἁμαξοφόρητος
μσν.
ἁμαξελάτης, ἁμαξηγός
μσν.- νεοελλ.
ἁμαξηλάτης, ἁμαξοειδής
νεοελλ.
αμαξαγώγιο, αμαξαγωγός, αμαξόποδες, αμαξοποιός, αμαξοπώλης, αμαξοστάσιο, αμαξόστρατα, αμαξοφοβία, αμαξοφόρτωμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἁμάξα — ἁμάξᾱ , ἄμαξα frame work fem nom/voc/acc dual (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄμαξα — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄμαξα — frame work fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅμαξα — ἄμαξα frame work fem nom/voc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμαξα — η 1. τροχοφόρο μεταφορικό μέσο που το σέρνουν άλογα και χρησιμεύει κυρίως για μεταφορά ανθρώπων: Πήγαν περίπατο με την άμαξα. 2. οποιοδήποτε τροχοφόρο όχημα: Πήγαν με την αυτοκινητάμαξα (το οτομοτρίς). 3. φρ., «Άκουσα τα εξ αμάξης», άκουσα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άμαξα και άρμα — Δύο πανάρχαια μέσα συγκοινωνίας, γνωστά με διάφορες παραλλαγές σχεδόν σε όλους τους λαούς. Η ά. γεννήθηκε από την προσαρμογή στο έλκηθρο (που ήταν γνωστό από το 7000 π.Χ.) του τροχού, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως βιοτεχνικό και… …   Dictionary of Greek

  • Ἀμάξας — Ἀμάξᾱς , Ἄμαξα fem acc pl Ἀμάξᾱς , Ἄμαξα fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμάξας — ἀμάξᾱς , ἄμαξα frame work fem acc pl ἀμάξᾱς , ἄμαξα frame work fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμάξας — ἁμάξᾱς , ἄμαξα frame work fem acc pl (attic) ἁμάξᾱς , ἄμαξα frame work fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμαξάων — Ἀμαξά̱ων , Ἄμαξα fem gen pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”